Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2011

ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ


Ποια ήταν αυτή η κοπέλα; Το βλέμμα της έμοιαζε οικείο. Του θύμισε ένα δεκαεξάχρονο κορίτσι με κοντοκουρεμένα μαλλιά. Κάποτε το είχε ερωτευτεί παράφορα. Φορούσε μαύρα ρούχα, μεγάλα σκουλαρίκια και πολλά δαχτυλίδια. Είχε όμορφο πρόσωπο και μελαγχολικά μάτια. Δεν μπορούσε να θυμηθεί το όνομά της, θυμόταν όμως ακόμα την γεύση του φιλιού και την μυρωδιά της. Πέρασαν χρόνια. Μπορούσε να είναι εκείνη; Έκανε μια προσπάθεια προσέγγισης. Η κοπέλα, όμως, δεν επιδίωκε γνωριμίες. Δεν είχε ανάγκη τις συναναστροφές. Παρέμενε σιωπηλή. Ανίχνευε τους υπόλοιπους. Κρατούσε αποστάσεις ασφαλείας. Έδειχνε εύθραυστη και απόλυτα αυτάρκης ταυτόχρονα. Αυτό τον έπεισε πως ήταν το ίδιο πρόσωπο το δεκαεξάχρονο κορίτσι κι η γυναίκα που είχε απέναντί του. Δεν μπορεί να μην τον αναγνώρισε. Κατά γενική ομολογία δεν άλλαξε δραματικά. Γιατί δεν του έδειχνε κάτι;
Τότε τον είχε καθηλώσει όχι τόσο με όσα έδειχνε, αλλά με όσα απέπνεε. Άκουγε περισσότερο και λιγότερο μιλούσε, τόσο μόνο, όσο χρειαζόταν για να δικαιολογήσει την παρουσία της. Κάπνιζε το ένα τσιγάρο πίσω απ’ το άλλο και τα μάτια της έμοιαζαν βουρκωμένα από την καπνιά. Ήταν απίστευτο πόσο έμοιαζαν και πόσο διέφεραν και κυρίως με πόση ευκολία και τελειότητα συμπλήρωναν ο ένας τα κενά του άλλου στις σκέψεις, στα αισθήματα, στα δεδομένα και τα ζητούμενα. Δεν θυμάται ποτέ πριν ή ποτέ μετά στη ζωή του να είχε ανακαλύψει και αποκαλύψει σε τόσο λίγο χρόνο, τόσα πολλά για τον εαυτό του, τον εαυτό του τον ίδιο.
Όταν την γνώρισε ήταν ένα ατίθασο παιδί που γινόταν ένας ατίθασος άντρας. Οι γονείς του γκρίνιαζαν συχνά για τον τρόπο που ντυνόταν και χτενιζόταν, για τις παρέες του, τη μουσική που άκουγε, τις ώρες που γυρνούσε σπίτι. Ο ίδιος ήταν πεπεισμένος πως δεν μπορούσε, ούτε ήθελε να ζήσει τη ζωή, που η μάνα του προσδοκούσε για εκείνον. Δεν μπορούσε, ούτε ήθελε μόνιμο τόπο κατοικίας, κυριλέ ρούχα, κυριλέ μαλλιά, κυριλέ μυαλά, κυριλέ δουλειά. Δεν του πήγαιναν. Πνιγόταν και μόνο στη σκέψη! Πνιγόταν γενικά!
Με το κοντοκουρεμένο κορίτσι αντάμωσαν τυχαία στο πάρκο μετά από έναν ομηρικό καυγά με τους γονείς. Κοιτάχτηκαν. Μίλησαν. Συστήθηκαν. Αυτό ήταν. Πέρασαν μαζί ένα μόνο εικοσιτετράωρο. Μιλώντας ατελείωτα, ανταλλάσσοντας στίχους κι αφιερώσεις, κάνοντας σχέδια για μακρινά ταξίδια και δίνοντας παθιασμένα φιλιά. Έμεναν στην ίδια πόλη και σε κοντινές γειτονιές, αλλά δεν ξανασυναντήθηκαν ποτέ. Σαν να είχαν κάνει μια μυστική συμφωνία. Δεν μετάνιωσε ούτε στιγμή κι ήταν σίγουρος πως ούτε εκείνη μετάνιωσε. Βλέποντάς την είκοσι χρόνια μετά, δεν θλιβόταν που δεν την ξαναείδε, που δεν έμαθε τι απέγινε, ποιο δρόμο ακολούθησε στη ζωή, αν έκανε τα ταξίδια που σχεδίασαν. Θλιβόταν και πονούσε γιατί ήξερε τις απαντήσεις αυτές για τον ίδιο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου