Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2011

ΜΟΔΗΣ ΓΟΥΝΑΡΗΣ "ΠΑΡΕΞΗΓΗΣΕΙΣ"


              Ο Μόδης Γούναρης στο πρώτο του βιβλίο με τον τίτλο «Παρεξηγήσεις» επιχειρεί μια ιδιότυπη αφηγηματική καταγραφή προσώπων και καταστάσεων,  άμεσα συνδεδεμένων με προσωπικά βιώματα και εμπειρίες, που πιθανότατα αντλεί από τον εργασιακό του χώρο, καθώς εργάζεται ως ψυχίατρος. Αρχικά με μια λεπτομερή περιγραφή της δυτικής και ανατολικής εισόδου της πόλης, απόλυτα οικεία σε όσους γνωρίζουν την Θεσσαλονίκη, στήνει ο συγγραφέας το σκηνικό, στο οποίο ακολούθως διαδραματίζονται τα γεγονότα. Ένα σκηνικό γεμάτο αντιθέσεις και αντιφάσεις, σε απόλυτη αντιστοιχία προς τις ισχυρές αντιθέσεις των χαρακτήρων και την αντιφατικότητα των προσώπων που περιπλανώνται στις σελίδες του βιβλίου. Κάθε είσοδος στην πόλη, όπως παρουσιάζεται, αποτελεί ταυτόχρονα και μια έξοδο από αυτή, μια διέξοδο, η οποία ανάλογα με τον προορισμό έχει και τα δικά της χρώματα, το δικό της ύφος, λειτουργεί τοιουτοτρόπως συμβολικά.
            Οι δύο κεντρικοί ήρωες, ο Πέτρος και η Ελένη, περιδιαβαίνουν στον στοχασμό του συγγραφέα, ημιτελείς μορφές και προσωπικότητες, που αναζητούν την αλλαγή, την ανατροπή και ταυτόχρονα την ασφάλεια της βεβαιότητας πως έτσι έχουν τα πράγματα και δεν γίνεται αλλιώς. Μια τέτοια βεβαιότητα όμως μόνο να την κατασκευάσει μπορεί κανείς, δεν υπάρχει στην πραγματικότητα, τα πάντα είναι θέμα επιλογών και πάντα γίνεται κι αλλιώς. Οι ήρωες του Μ. Γούναρη συχνά παραδίδονται σε αυτή την πλάνη, στην εσφαλμένη βεβαιότητα, ο καθένας με τον τρόπο του, πληρώνοντας το δικό του τίμημα. Ο Πέτρος εγκαταλείπει το σπίτι του και μετακομίζει στο δάσος, λίγα χιλιόμετρα έξω από την πόλη. Η Ελένη σκέφτεται να αλλάξει εργασιακό περιβάλλον. Και οι δύο μέσα από την επιθυμία τους για ανατροπή εκφράζουν την δυσφορία τους για τα δεδομένα της ζωής τους, τόσο διαφορετικά από τα ζητούμενα, αυτά που προϋπήρξαν, τα τωρινά, τα μελλούμενα. Άλλα τα δεδομένα τους κι άλλα τα ζητούμενα και σ’ αυτό έγκειται η τραγικότητα των προσώπων, μια τραγικότητα, που χωρίς να καταφεύγει στην υπερβολή, λιγότερο συγκινεί και περισσότερο ενοχλεί τον αναγνώστη, τον κάνει να δυσανασχετεί γιατί την αναγνωρίζει, την αισθάνεται οικεία, την ταυτίζει με τον εαυτό του και την ξορκίζει ταυτόχρονα.
            Οι χρονικές ανακολουθίες, τα μπρος πίσω στον χρόνο συγκροτούν πληρέστερα τους χαρακτήρες των πρωταγωνιστών. Η αναδρομή στην παιδική και εφηβική ηλικία της Ελένης, στις σχέσεις και στους έρωτές της, στις επαναστάσεις και στους συμβιβασμούς της, στα δικά της δεδομένα και ζητούμενα, σε μια πρώτη ανάγνωση ερμηνεύει πολλές από τις επιλογές και τις αντιδράσεις της. Συνθέτει, όμως, ταυτόχρονα μια εικόνα πολύπλοκη, σχεδόν δαιδαλώδη, μια εικόνα που από ασπρόμαυρη γίνεται σταδιακά πολύχρωμη, έστω κι αν τα χρώματα δεν είναι πάντα απόλυτα συνδυασμένα, έστω κι αν ο συνδυασμός τους δεν είναι πάντα ευχάριστος και δεν ικανοποιεί την παγιωμένη αισθητική. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με την αναδρομή στο παρελθόν του Πέτρου και το αρχικό σκιαγράφημα σταδιακά αποκτά όλο και πιο συγκεκριμένη μορφή, προστίθενται λεπτομέρειες που κάνουν την εικόνα του πιο σαφή και την ίδια στιγμή περίτεχνη, πολυσύνθετη, πολυδιάστατη, παράταιρη. Μετά από αυτές τις αναδρομές κανένας από τους δύο ήρωες δεν είναι ίδιος με την εικόνα, που ο αναγνώστης απέδωσε σ’ αυτούς αρχικά.
            Παράλληλα,  η σκιαγράφηση της ψυχοσύνθεσης των δευτεραγωνιστών είναι εξαιρετική, παραστατική και διαυγής, ελλιπής και πλήρης την ίδια στιγμή, καθώς ο συγγραφέας αποκαλύπτει γι’ αυτούς μόνο όσα θεωρεί αναγκαία, όσα τους διαμορφώνουν και τους καθορίζουν. Η μητέρα της Ελένης, εγκλωβισμένη στα δικά της αδιέξοδα, παραδίδεται στην μοίρα της και παραιτείται από κάθε προσπάθεια να αλλάξει τη ζωή της, να αναλάβει την ευθύνη της επιτυχίας ή της αποτυχίας της. Ο πατέρας από την άλλη είναι μια σκιά που περνά στο βάθος της σκηνής, με ασαφές περίγραμμα και εξίσου ασαφή χαρακτηριστικά. Σε αντίστροφη διανομή ρόλων βρίσκονται οι γονείς του Πέτρου, σε σχήμα χιαστό προς τους γονείς της Ελένης, κουβαλούν τα δικά τους αδιέξοδα, τις προσδοκίες, όσα μπορούν, όσα οφείλουν, όσα χάνουν, όσα τους κάνουν να χάνονται.
Οι τριταγωνιστές περιφέρονται αφήνοντας τα αποτυπώματά τους στο έργο και στις ζωές των ηρώων. Μπαινοβγαίνουν αθόρυβα, χωρίς τυμπανοκρουσίες, χωρίς πομπώδεις δηλώσεις της παρουσίας τους. Αισθάνονται, δίνουν, παίρνουν, ζουν και πεθαίνουν κι ενώ αρχικά μοιάζει ασύνδετη η πορεία τους με αυτή τον ηρώων, τελικά τα σημάδια τους είναι βαθύτερα από όσο φαντάζουν, τη στιγμή που οι συγκυρίες και οι συμπτώσεις γίνονται ζωή και θάνατος. Τα πρόσωπα αυτά συνοδοιπορούν για λίγο ή πολύ με τους δύο βασικούς ήρωες και κάποια στιγμή προπορεύονται αυτών. Κι εκεί που δίνεται οι εντύπωση ότι θα προχωρήσουν από κοινού, χάνονται απρόσμενα σε μια στροφή του δρόμου, αφήνοντας όμως ξεκάθαρα ίχνη της παρουσίας τους.
Ο Μανόλης, ο σύζυγος της Ελένης, διαμορφώνει τον μικρόκοσμό του βασιζόμενος σε πρότυπα επιτυχίας, καταξίωσης, προβολής, αποδοχής, πρότυπα που άλλοι διαμόρφωσαν και ο ίδιος αποδέχθηκε. Η γιαγιά του Πέτρου απόλυτα συμφιλιωμένη με τον εαυτό της και τον κόσμο διαφοροποιείται από τα υπόλοιπα πρόσωπα γιατί διέθετε ένα μοναδικό χάρισμα: «Η γιαγιά συγχωρούσε». Ο Νώντας, το φωτογραφικό αρνητικό του Πέτρου, δεσμεύεται αρχικά και ακολούθως αποδεσμεύεται από τα πρέπει και τα θέλω του. Ο Πέτρος «φεύγει» από πράγματα και καταστάσεις, τον Νώντα τον «διώχνουν» τα πράγματα κι οι καταστάσεις. Ο Τάσος, συνάδελφος και φίλος της Ελένης, επιδρά καταλυτικά και ίσως ασύνειδα στην προσωπικότητά της με τη ζωή και τον θάνατό του. Όλοι ανεξαιρέτως διαδραματίζουν μικρούς, αλλά σημαντικούς ρόλους.
Ούτε τα βουβά  πρόσωπα του πεζογραφήματος στερούνται αξίας και σπουδαιότητας. Η Μαρία είναι η παιδική φίλη της Ελένης. Ο Μήτσος, ο Θανάσης, ο γιος του ο Γιάννης, στο χωριό, είναι πρόσωπα αναδυόμενα από την τοπική κουλτούρα και νοοτροπία και την απηχούν. Ο  Αντώνης, συμμαθητής του Πέτρου, και η Μαίρη, γυναίκα του Νώντα, επηρεάζουν με τις ζωές τους τις ζωές των άλλων. Η Σοφία, τελευταία ερωμένη του Πέτρου, τον αγαπά, αλλά δεν μπορεί να τον κρατήσει κοντά της ή ίσως δεν καταφέρνει εκείνη να κρατηθεί κοντά του. Ο εθισμένος στην ηρωίνη Πάρης υπάρχει για να πει την τελευταία ατάκα: «Νομίζω ότι κάτι κερδίσαμε». Αυτά τα βουβά ή έστω λιγομίλητα πρόσωπα παίζουν κρυφτό με τον αναγνώστη, του κλείνουν το μάτι, τον καλούν να ανακαλύψει το γιατί, όχι το πώς. Για τον συγγραφέα είναι ένας τρόπος να δηλώσει πως περισσότερη σημασία έχει γι’ αυτόν η αιτία κι όχι το αποτέλεσμα.
Ακόμα και οι παρεμβολές στην αφήγηση, άλλοτε με την μορφή οραμάτων και ονείρων, άλλοτε με την μορφή γραμμάτων, άλλοτε ως ανάλυση στίχων κι άλλοτε ως σχόλια για τον έρωτα, τη ζωή, τον θάνατο κατέχουν λειτουργικό ρόλο στο κείμενο. Είναι τα μόνα σημεία στα οποία ο συγγραφέας είναι υπεραναλυτικός, σαφής και διευκρινιστικός, συμβολικός μεν, αλλά αποκαλυπτικός ταυτόχρονα. Αρκετές από αυτές τις παρεμβολές ανατρέπουν βίαια τη ροή της αφήγησης και είναι κάποτε φλύαρες, μοιάζουν κάπως αταίριαστες. Και είναι αλήθεια ότι οι ίδιοι προβληματισμοί θα μπορούσαν να εκφραστούν με περισσότερη συντομία και εξίσου μεγάλη ευστοχία. Ωστόσο η αξία τους δεν αναιρείται από την αμετροέπειά τους σε ορισμένα σημεία. Αποτελούν ένα συγγραφικό εύρημα με το οποίο τίθενται πλάγια ρητορικά ερωτήματα, που ενέχουν εντέλει και τις απαντήσεις, απαντήσεις απολύτως απαραίτητες για την ψυχογραφία των προσώπων.
Το τέλος είναι απρόσμενα δραματικό, αναπάντεχα οριστικό, μοναδικά καίριο. Οι ιστορίες των προσώπων, που αφηγείται ο συγγραφέας, απλές ή πολύπλοκες, μακροσκελείς ή σύντομες, βασισμένες σε βιώματα και εμπειρίες ζωής ή περιπέτειες στιγμών, όλες ανεξαιρέτως παραμένουν ημιτελείς, ανολοκλήρωτες, σαν ερωτήματα αναπάντητα. Κι αυτό το τέλος είναι απόλυτα ταιριαστό με όλη την πορεία της αφήγησης, μιας αφήγησης που ανατρέπει αρκετές λογοτεχνικές συμβάσεις και δίνει την αίσθηση ακριβώς αυτού που δηλώνει πως είναι: σχέδιο για ένα ψυχογράφημα. Εξάλλου εξίσου αναπάντεχη και ημιτελής δεν είναι κι η ζωή; Ποιος έχει την αίσθηση ότι τα πρόλαβε όλα; Ποιος έχει βρει όλες τις απαντήσεις; Η ζωή είναι πάντα το ίδιο απρόσμενα δραματική, αναπάντεχα οριστική, μοναδικά συγκλονιστική, όπως το τέλος του αφηγήματος.
Ο Μόδης Γούναρης με αυτή την πρώτη συγγραφική του προσπάθεια αποκαλύπτεται και αποκαλύπτει. Επιφορτισμένος με την ιδιότητα του ψυχιάτρου παρουσιάζει με εκπληκτικό και παραστατικό τρόπο την ψυχοσύνθεση των ηρώων του, ψυχογραφώντας ταυτόχρονα τον εαυτό του και βάζοντας τον αναγνώστη σε μια διαδικασία εσωτερικής αναζήτησης και αυτοκριτικής. Περιμένουμε με ενδιαφέρον την επόμενη συγγραφική του απόπειρα, όντας ήδη πεπεισμένοι για την ικανότητά του στο ψυχιατρικό λειτούργημα και για το συγγραφικό του τάλαντο. Καταληκτικά μπορούμε, «νομίζω»,  με σιγουριά να πούμε διαβάζοντας το ψυχογράφημά του «ότι κάτι κερδίσαμε».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου