Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2011

ΚΛΕΨΥΔΡΑ


Ιούλης μήνας. Μια από τις συνηθισμένες μου επισκέψεις στην Ασπασία. Οι πόρτες ορθάνοιχτες. Ένας πίνακας φωτεινός και σκοτεινός ταυτόχρονα, ο οποίος απεικονίζει μια κλεψύδρα κρέμεται πάνω από τον καναπέ. Δεν υπήρχε παλιότερα. Τον παρατηρώ. Εξαίρετα χρώματα! Με μαγνητίζουν! Πολύ ζεστό απόγευμα και το σπίτι δεν κλιματίζεται. Είμαι καταϊδρωμένη, με τα πόδια καρφωμένα στο πάτωμα, μπροστά στον πίνακα με την κλεψύδρα. Εγώ ακίνητη κι αυτός όλος μια κίνηση αέναη, αναπόδραστη, να μετρά τον χρόνο. Με αγχώνει, με ελκύει και με απωθεί ταυτόχρονα. Μου ζητά και μου δίνει. Ο χρόνος κυλά. Η μέρα εναλλάσσεται με νύχτα. Ο πάτος της κλεψύδρας είναι σπασμένος. Περιφέρω ερευνητικά το βλέμμα μου στο χώρο. Η Ασπασία ψήνει τα καφεδάκια μας. Πόσο έχει γεράσει! Κύρτωσε το κορμί της. Θέλω να της φωνάξω πως κάποιος κλέβει! Το έχει προσέξει άραγε; Κάποιος κλέβει σ’ αυτόν τον πίνακα και το παιχνίδι είναι στημένο! Εξακολουθώ να τον κοιτώ και δεν λέω τίποτα. Έχει τόση ησυχία που σχεδόν νιώθω ιεροσυλία μια τέτοια αποκάλυψη. Ακούγεται ο ήχος από το κουταλάκι στο μπρίκι. Αφήνομαι να κυλήσω μαζί με την άμμο από την λεπτή τρύπα της κλεψύδρας και να διασκορπιστώ στους χιλιάδες κόκκους του χρόνου, στις στιγμές, που συνθέτουν τη ζωή μου και που αναπόφευκτα χάνονται γιατί ο πάτος είναι σπασμένος, γιατί κάποιος κλέβει!
_ Έτοιμα τα καφεδάκια.
Η Ασπασία μπαίνει στο σαλόνι χαμογελαστή. Πόσο έχει γεράσει! Και θαρρώ κουτσαίνει περισσότερο. Θέλω να κλάψω. Ξέρω γιατί, αλλά δεν το ομολογώ, ούτε το παραδέχομαι.

( Ιούλιος 2009, Θεσσαλονίκη)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου