Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2011

"ΤΟ ΑΓΚΑΘΙ" Δ.ΜΑΣΤΡΟΔΗΜΟΥ


Η γνωριμία μου με την ποίηση του Δημήτρη Μαστροδήμου υπήρξε αιφνίδια κι αναπάντεχη. Όπως συμβαίνει συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις, η πρώτη αντίδραση στις αντιφάσεις και τα επαναλαμβανόμενα ποιητικά μοτίβο των στίχων του ήταν ένα μούδιασμα, μια αμφιταλάντευση ανάμεσα στην ενθουσιώδη υποδοχή και στην κριτική προσέγγιση με διάθεση απορριπτική.  Ωστόσο, δεν μπόρεσα να διαβάσω τον ποιητικό του λόγο αφήνοντας κατά μέρος το συναίσθημα και επιστρατεύοντας την ψυχρή φιλολογική τακτική της εκλογίκευσης. - Διαβάζεται άραγε με αυτό τον τρόπο η ποίηση; - Δεν κατάφερα να αγνοήσω το σθένος, την εναγώνια αναζήτηση της αλήθειας, την καυστική καταγγελία της προδοσίας, τη μελαγχολία της απώλειας και της διάψευσης. Κι ύστερα με κυρίευσε η αμφιβολία της σκοπιμότητας και η αμφισβήτηση της δικής μου ικανότητας να αξιολογήσω ένα τέτοιο ποιητικό εγχείρημα. Με ποιο δικαίωμα και με ποια ιδιότητα μου επιτρεπόταν να εκφέρω γνώμη για τον απολογισμό ζωής ενός ανθρώπου;  Διαβάζοντας όμως τους ακόλουθους στίχους και θεωρώντας πως άμεσα μού τους απηύθυνε, ένιωσα την ανάγκη να απολογηθώ και να πάρω θέση: «Για σένα / τι άλλο μπορούσα να κάνω; / Πλήρωσα στο ακέριο! /  Για να μπορείς να μου κάνεις κριτική, / στην ηλικία σου ήμουνα στη φυλακή». Ξαφνικά ο λόγος μου απόκτησε αξία. Κι ακόμα μεγαλύτερη αξία και δύναμη απόκτησε το δικαίωμά μου να τον εκφέρω.
            Ο ποιητής από το ’68 με «ομπρέλα του κεραυνούς πορεύεται μες στην οργή τους». Κοντοστέκεται για λίγο να αφουγκραστεί τον παλμό των ιδανικών και των οραμάτων όλων όσων πίστεψαν και πιστεύουν ότι ο κόσμος μπορεί να χορτάσει ψωμί και νερό. «Γυρίζοντας από την αγορά γεμάτος ακριβοπληρωμένα γεγονότα», «χτυπιέται με τη σιωπή» και καταλήγει το ’81 ακόμα «να κολυμπά κόντρα στο ρεύμα μέχρι να πνιγεί». Κάθε σημαντικό σταθμό της ζωής, κάθε σκέψη, συναίσθημα, πίστη, επιβεβαίωση, διάψευση, ερώτηση, απάντηση, τα μετατρέπει σε μνήμη και τα διασώζει με τον ποιητικό του λόγο. Άλλωστε, όπως ο ίδιος ομολογεί, κάθε φορά «ψάχνει ένα μολύβι/ να το βάλει να κλάψει», να μιλήσει, να καταγγείλει, να διεκδικήσει, να επιβραβεύσει. Κι αναρωτιέται  «Μπορείς να ζεις χωρίς μνήμη;». Η απάντηση μέσω του έργου του είναι πασιφανής!  Ο Δ. Μαστροδήμος δεν διστάζει ευθαρσώς να παραδεχτεί ότι «με τη θέλησή του υπήρξε θύμα των επιλογών του» και περιπλέκοντας τη θύμηση, την καρδιά, τη ματιά του απέδρασε, και εξακολουθεί επιτυχώς να αποδρά, από κελιά προορισμένα με την ασχήμια τους να ερημώνουν τις ζωές όσων εγκλωβίζονται σ’ αυτά.
Οι μέρες της φυλακής επιδρούν καταλυτικά στον ποιητικό λόγο του Δ.  Μαστροδήμου. «Ένα δάσος πουλιά», η ελεύθερη σκέψη του, φυλακίζεται σε κουτάκια αριθμητικής, σε υπολογισμούς, στην τετραγωνισμένη λογική των δεσμωτών, στη ψυχρή άθροιση των δεδομένων. Κι ο χρόνος μετρημένος πίσω από τις κλειστές πόρτες γίνεται μια ανάσα που δεν τροφοδοτεί με αρκετό αέρα τα πνευμόνια του αναγνώστη, ο οποίος ξαφνικά πνίγεται συνειδητοποιώντας πως μια ολόκληρη χρονιά χωρά σε τρεις λέξεις: παρανομία, απομόνωση, φυλακή «και το ’70 τέλειωσε…». Κι οι μέρες εκείνες πίσω από το «συρμάτινο δίχτυ» από τη μια «νοστίμεψαν» τη ζωή του ποιητή κι από την άλλη τη γέμισαν πίκρα. Όπως κι αν έχει αποτελούν μια πληγή κακοφορμισμένη, ένα τραύμα δίχως δυνατότητα επούλωσης, το οποίο μάλιστα συχνά αιμορραγεί μπροστά στα έκπληκτα μάτια των μεταγενέστερων,  που με αλαζονεία περιφέρουμε τις βεβαιότητες και τα θέλω μας, πάντα εκ του ασφαλούς!
Η προδοσία είναι ένα ποιητικό μότο που επανέρχεται σε αρκετά ποιήματα του Δ. Μαστροδήμου και κάθε φορά αποδίδεται με τρόπο διαφορετικό μεν, αλλά διαποτισμένο από αφάνταστη πικρία:«Εμείς δε νικηθήκαμε./ ….προδοθήκαμε». Τον πονά αυτή η προδοσία από φίλους, πρώην συντρόφους. Όμως, ταυτόχρονα, την αντιλαμβάνεται ως εξέλιξη, οδυνηρή συνειδητοποίηση λανθασμένων επιλογών, αναπόφευκτη μερικές φορές, θλιβερή ίσως, αλλά εξέλιξη, παρόλο που την ίδια στιγμή την αισθάνεται βίαιη, σκληρή, να τον κατατρώγει. Για να ξορκίσει την προδοσία την επαναφέρει συχνά στο λόγο του, την αποκαλύπτει για να καεί στο φως της αλήθειας και επιδιώκει να τον πιστέψουν επιτέλους(!) πως είδε «τους πιο άσχημους ανθρώπους,/ να πουλούν τα πιο όμορφα/ λουλούδια». Και παρόλο που για λίγο αφήνεται ο ποιητής στην παραδοχή «τα αισθήματα, τα οράματα, τα ιδανικά,/ ακόμα και οι πυρκαγιές παραχαράχτηκαν» εξακολουθεί να σπάει με τους στίχους του «παραμορφωτικούς καθρέφτες».
            Παράλληλα, με την προδοσία η υποκρισία αποτελεί κυρίαρχη αναφορά, άλλοτε άμεση κι άλλοτε έμμεση και υπαινικτική. Οι μάσκες της αποκριάς λειτουργούν ως συμβολική καταγραφή της, μάσκες που κατακρίνει ο ποιητής, αλλά υποπίπτει στην περιστασιακή και προσποιητή αγαλλίαση του μυστηρίου και της ανωνυμίας τους. «Γιατί κι εγώ/ στο καρναβάλι/ στην αποκριά, μέσα στους άλλους/ παίζω τον μασκαρά» παραδέχεται από τη μια. Από την άλλη όμως μιλά για τη «μάσκα του γέλιου» αντιδιαστέλλοντας την με τη ζωή στη φυλακή. Θέτει έτσι σε εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις την φαιδρότητα της αποκριάς του ’72 με τον κόσμο του, πίσω από τα κάγκελα, στα νοτισμένα και μισοσκότεινα κελιά, έναν κόσμο που ενέχει την κατάνυξη του «μυστικού δείπνου» λίγο πριν την επικείμενη προδοσία, τη σταύρωση, την Ανάσταση.
«Τύψεις με αξία» είναι το ζητούμενο του Δ. Μαστροδήμου από τους άλλους. Η ανακάλυψη και κατάδειξη της αιτίας των πραγμάτων είναι το ζητούμενο του από τον εαυτό του. Κι έτσι παρά τις διαψεύσεις και τις απογοητεύσεις, την προδοσία, την υποκρισία, τους παραμορφωτικούς καθρέφτες και τις ενσυνείδητες παραχαράξεις ο ποιητής εξακολουθεί να πιστεύει! Και βροντοφωνάζει: «Ποτέ μου δε σήκωσα την γροθιά για φιγούρα!/…../ Ναι, ακόμα Λένιν διαβάζω/ και κάτω από το γιακά μου/ έχω την κονκάρδα του». Η πίστη τον τροφοδοτεί με έμπνευση, τον ενδυναμώνει απέναντι στη μοναξιά, του δίνει το θάρρος να αναπολεί την αγάπη, που έμεινε μισή στη σκοτεινή ροή των ημερών της φυλακής, και να την αναζητά με νοσταλγία στο εφήμερο παρόν του. «Ο μικρός θα ευτυχήσει!» έλεγε η τσιγγάνα κι η φοβέρα της μάνας μετατρεπόταν σε ευλογία, όπως μετέπειτα το σκοτάδι γινόταν φως κι η αγάπη επιβίωνε στις πιο αντίξοες συνθήκες γεμάτη πληγές και τα όνειρα επιζούσαν παρά τα «ναυάγια» και τις άσκοπες «αναχωρήσεις». Ναι! Εντέλει ο μικρός ευτύχησε!
            Ο Δ. Μαστροδήμος μένοντας «όλες τις νύχτες άγρυπνος» άκουγε τις «βαριές ανάσες των ανθρώπων». Αυτός εξάλλου είναι ο ρόλος του ποιητή, να αφουγκράζεται όσα οι άλλοι θεωρούν δεδομένα και τα προσπερνούν, να παρατηρεί και να καταγράφει, να συμπάσχει, να πονά και να μετουσιώνει τον πόνο σε δημιουργία. Η συγκεκριμένη ποιητική συλλογή αφήνει στον αναγνώστη την αίσθηση μιας συνεχούς και εναγώνιας πάλης ανάμεσα στην αποδοχή και την απόρριψη, στη δικαίωση και την απογοήτευση, στην καταξίωση και την περιφρόνηση, στο προσκήνιο και το παρασκήνιο. Το πηγαινέλα στο χρόνο, από την παρανομία, στη φυλακή, από τη μεταπολίτευση, στη σύγχρονη κοινωνία -δημοκρατική και ευνομούμενη κατά τα φαινόμενα- και πάλι πίσω, αποδίδει παραστατικά την αποδέσμευση από τα συμβατικά χρονικά όρια που τοποθετούν αξίες, ιδανικά, τύψεις, στο χθες, στο σήμερα, στο αύριο. Η πάλη αυτή, κλασσική και ταυτόχρονα τόσο επίκαιρη, δεν καταλήγει πουθενά, δεν αναδεικνύει ισόβιους νικητές και ηττημένους. Καμιά αποτίμηση δεν είναι τελεσίδικη. Κάθε στίχος θέτει εκ νέου μέτρα και σταθμά αφήνοντας τον αναγνώστη μετέωρο στις ποιητικές αντιφάσεις, στις αποδοχές και στις αναιρέσεις, χωρίς δεσμευτικές βεβαιότητες και γι’ αυτό βαθιά γοητευμένο.

                                                           
                                                           

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου