Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2011

ΙΡΙΣ

Ολόγυμνη αφήνομαι
με χέρια ανοιχτά
στον άνεμο του χθες
στην αύρα των μελλούμενων
Ορθάνοιχτα φτερά
δυο δρασκελιές, και ίπταμαι!
Γυμνή, ολόγυμνη, έτοιμη
Να ξαναγεννηθώ...



Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2011

ΛΗΘΗ

      
Επώδυνα ανώδυνες μνήμες

                              Άλλοθι 

Στα περιφρονημένα λάφυρα

Αποτυχημένων πειρατών



Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2011

ΝΑΥΑΓΙΟ

Στις λέξεις  παραδέρνω 
Σαν ναυαγός ξεψυχισμένος
Σε θάλασσες φουρτουνιασμένες   
Αναζητώ σωσίβιο
Ανάσες μου στις ηχηρές σιωπές
Οι πρώτοι στίχοι 


Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2011

ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ


Νύχτα δαιμονισμένη
Έρπουσα σιωπή
Κι η φυγή αδιέξοδη
Ώρα εξαργύρωσης
Έτσι πάει…
Ξόδεμα και πληρωμή
Δικαιοσύνη αναπόδραστη


Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2011

ΜΕΤΩΠΙΚΗ


Αν είχε φτάσει λίγο πιο νωρίς ή λίγο πιο αργά-λίγο μόνο- δυο τρία λεπτά, άντε πέντε, θα είχε προλάβει το κακό. Τώρα στέκεται ανήμπορος και παρακολουθεί την καταστροφή να πλησιάζει. Δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Κοιτάζει γύρω του. Καμία διαφυγή. Τον έχει δει. Έρχεται. Παραδίδεται με μιας ολοκληρωτικά. Κρατά τις σακούλες με τα ψώνια στο χέρι. Τις κοιτά σαν να πρέπει κάτι να κρύψει. Ανοησίες! Τρόφιμα, ένα αφρόλουτρο πικραμύγδαλο και βανίλια σε τιμή προσφοράς, τσιγάρα, η αθλητική εφημερίδα. Ξαφνικά όλα αυτά βάρυναν πολύ. Τα χέρια του κρεμασμένα στο πλάι, ακίνητα. Καμπουριάζει σαν να πονά η μέση του, σαν να μην αντέχει άλλο αυτό το βάρος. Έρχεται. Κοντοστέκεται μπροστά του. Η σιωπή είναι που τον πλακώνει. Δεν το ομολογεί. Την κοιτά. Τόσο, όσο αντέχει. Λεπτό; Ούτε. Δευτερόλεπτα. Τον κοιτά κι εκείνη. Επίμονα. Μιλά πρώτη.                                   
-Γειά! Ψώνια,ε;
-Γειά! Ε, ναι...                   
      -Νοικοκύρης πάντα.
Χαμογελά. Χαζογελά. 
Τι νοικοκύρεψε; Τη ζωή του; Σκατά! Τη δουλειά του; Σκατά! Την καρδιά του; Δυο φορές σκατά!
Αμηχανία. Σκύβει το κεφάλι. Η φωνή της τον διαπερνά.
- Με περιμένουν.
- Καλά να περνάς!
Δεν σηκώνει το βλέμμα. Μόνο ακούει τα βήματά της να ξεμακραίνουν. Ολοένα να ξεμακραίνουν. Μόνο ακούει. 
Φεύγει γαμώτο! Πάλι φεύγει! Φεύγει.
Δυο, τρία, πέντε λεπτά και θα είχε περισώσει την ψευδαίσθηση της υπεροχής, που μήνες τώρα προσποιείται την αλήθεια. Δυο, τρία, πέντε λεπτά και θα εξακολουθούσε να ξυπνά και να κοιμάται νικητής στις μάχες με ό, τι τον πονά. Την είχε αποχαιρετήσει, την ξερίζωσε και την πέταξε και τέλος. Έτσι νόμιζε.
Δεν κοιτά. Μόνο ακούει…
Να φύγει γρήγορα. Να φύγει κι αυτός. 
…Μόνο ακούει. Τα βήματά της στο πεζοδρόμιο ριπές με στόχο εκείνο, ακανόνιστες μικρές ριπές, εκκωφαντικές. 
Να φύγει. Να φύγει γρήγορα. 
Τα βήματά της, ο ήχος τους, βιάζονται, στριγγλίζουν, γκαζώνουν, φρενάρουν, φωνάζουν. 
Φεύγει; Έρχεται; 
Δεν μπορεί να κουνηθεί. Κομματιάστηκε από τη σιωπή, από τα βήματα. Πονά. Πονά απίστευτα. Κρυώνει. 
- Όλα θα πάνε καλά. Όλα. Έρχονται. Κρατήσου.
Όλα θα πάνε καλά; Πότε; Ποιοι έρχονται; Γιατί;
Δυο, τρία, πέντε λεπτά και…
Σακούλες και τρόφιμα σκορπισμένα εδώ κι εκεί. Μυρωδιά από πικραμύγδαλο και βανίλια. Ουρλιάζει, μα δεν ακούει τη φωνή του. Δεν έχει πια φωνή. Ούτε τρόφιμα. Ούτε εκείνη. Ούτε τίποτα.